- ἀσμενιστός
- ἀσμεν-ιστός, ή, όν,A acceptable, welcome, S.E.M.11.85, Plot.6.7.30, Them.Or.16.205c;
τινί J.AJ19.6.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τινί J.AJ19.6.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ασμενιστός — ἀσμενιστός, ή, όν (Α) [ασμενίζω] ο ευχάριστος, ο ευπρόσδεκτος … Dictionary of Greek
ἀσμενιστόν — ἀσμενιστός acceptable masc acc sg ἀσμενιστός acceptable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσμενιστοῦ — ἀσμενιστός acceptable masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσμενιστήν — ἀσμενιστός acceptable fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσμενιστοτέρα — ἀσμενιστοτέρᾱ , ἀσμενιστός acceptable fem nom/voc/acc comp dual ἀσμενιστοτέρᾱ , ἀσμενιστός acceptable fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)